Θερσίτης
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
Θερσίτης: ῑ, ου, ὁ, δηλ. ὁ αὐθάδης (θέρσος ἀναφέρεται ὡς Αἰολ. ἀντὶ θάρσος ἐν Α. Β. 1190, Ἐτυμολ. Μ. 447), Ὅμ. Ἰλ. Β. 212, 271.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Thersite.
English (Autenrieth)
Thersītes, the ugliest Greek before Troy, and a brawler (as his name indicates), Il. 2.212 ff.
Greek Monotonic
Θερσίτης: -ου, ὁ, Θερσίτης, δηλ. ο Αυθάδης (από το θέρσος, Αιολ. αντί θάρσος), σε Όμηρ.