Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich
ἔεδνα: ἐεδνόω, ἐεδνωτής, Ἐπ. ἀντὶ ἕδνα, ἑδνόω, ἑδνωτής.
épq. c. ἕδνα.
see ἕδνον, ἑδνόω, ἑδνωτής.
ἔεδνα, τα (Α)βλ. έδνον.