ἐπέφραδον
From LSJ
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
English (LSJ)
Ep. redupl. aor. 2 of φράζω.
German (Pape)
[Seite 919] aor. II. zu φράζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπέφρᾰδον: -ες, ε, Ἐπ. μετ’ ἀναδιπλ. ἀόρ. β΄τοῦ φράζω, Ὁμ.
French (Bailly abrégé)
ao.2 épq. de φράζω.
English (Autenrieth)
see φράζω.
Greek Monotonic
ἐπέφρᾰδον: Επικ. με αναδιπλ. αόρ. βʹ του φράζω.