ἐρυσίπτολις

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, (ἐρύω B)

   A protecting the city, epith. of Athena, Il.6.305 codd. (ῥυσ- Sch.), h.Hom.11.1,28.3.

German (Pape)

[Seite 1037] ἡ, Städteschirmerinn, -Retterinn, Athene, Il. 6, 301 im voc., wie H. h. 11, 1. 28, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρῠσίπτολις: ὁ, ἡ, (ἐρύομαι) ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς, ἡ προστατεύουσα, ὑπερασπίζουσα τὴν πόλιν, πότνι’ Ἀθηναίη, ἐρυσίπτολι (ἀλλ’ ἐν ταῖς ἀρίσταις νεωτάταις ἐκδόσεσιν ἐπικρατεῖ ἡ γραφὴ ῥυσίπτολι) Ἰλ. Ζ. 305, Ὁμ. Ὕμν. 10. 1. 28. 3.

French (Bailly abrégé)

ιος;
voc. ι;
protectrice des villes (Athéna).
Étymologie: ἐρύω, πτόλις.

English (Autenrieth)

(ἐρύω): city-rescuing, city-protecting, epith. of Athēna, Il. 6.305†.

Greek Monolingual

ἐρυσίπτολις, ὁ, ἡ (AM)
ο προστάτης της πόλης
αρχ.
επίθ. της Αθηνάς («Ἀθηναίη ἐρυσίπτολι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερύω (II) + πτόλις, επικ. χ. αντί πόλις.