Μαχάων
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
Greek (Liddell-Scott)
Μᾰχάων: [ᾱ], -ονος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ἀσκληπιοῦ, ὁ πρῶτος μνημονευόμενος χειρουργός, Ἰλ. Β. 732, κ. ἀλλ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ μάχαιρα, πρβλ. μαχαίριον).
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
Machaon :
1 fils d’Asclépios;
2 autres.
English (Autenrieth)
Machāon, one of the sons of Asclepius, ruler in Tricca and Ithōme in Thessaly, distinguished in the art of healing, Il. 11.512, , Δ 2, Il. 2.732; wounded by Hector, Il. 11.506, 598, 651.
Greek Monolingual
Μαχάων, -ονος, ὁ (Α)
ο γιος του Ασκληπιού, που μνημονεύεται ως ο πρώτος χειρουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μαχ- του μάχομαι + επίθημα -άων (< -ᾱfων), πρβλ. μυκηναϊκό makawo].