φόως

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φόως Medium diacritics: φόως Low diacritics: φόως Capitals: ΦΟΩΣ
Transliteration A: phóōs Transliteration B: phoōs Transliteration C: foos Beta Code: fo/ws

English (LSJ)

τό, Ep.

   A = φῶς (q. v.): hence φόωσδε, to the light, to the light of day, Il.2.309, 19.103, etc.

German (Pape)

[Seite 1301] τό, ep. Dehnung des aus φάος zsgz. φῶς, Licht, Tageslicht, Hom.

Greek (Liddell-Scott)

φόως: τό, κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτ. ἐκ τοῦ φῶς, ὅπερ καὶ αὐτὸ γίνεται κατὰ συναίρεσιν ἐκ τοῦ φάος, φῶς, συχν. παρ’ Ὁμήρῳ, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομαστ. καὶ αἰτιατ. τοῦ ἑνικ, ὅθεν ἄκλιτον. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φόως· φῶς. χαρά· σωτηρία», καὶ: «φόως ἐρέουσα (Ἰλ. Β. 49)· τὴν ἀνατολὴν τοῦ ἡλίου σημαίνουσα. (διορ. σημανοῦσα).

French (Bailly abrégé)

(τό) :
poét. c. φάος.

English (Autenrieth)

see φάος.

Greek Monolingual

τὸ, Α
βλ. φως.