ἴα
From LSJ
English (LSJ)
ἰῆς, ἰῇ, ἴᾰν, Ep. fem.,=
A one, v. εἷς.
ἴα [ῐ], τά, pl. of ἴον,
A violet, h.Cer.6.
German (Pape)
[Seite 1231] ἰῆς, ἰῇ, ἴαν, altes ion. fem. zu εἷς statt μία, eine, Il. 4, 437. 13, 354 Od. 14, 435. Vgl. ἴος.
Greek (Liddell-Scott)
ἴα: ἰῆς, ἰῇ, ἴαν, ἀρχ. Ἰων. θηλ. τοῦ εἷς, ἀντὶ μία, μιῆς κλ.
French (Bailly abrégé)
1gén. ἰῆς, dat. ἰῇ, acc. ἴαν;
fém. épq. lesb. et thess. de εἷς, un.
2pl. de ἴον;
plur. irrég. de ἴος¹.
English (Autenrieth)
see ἴος.
Greek Monotonic
ἴα: ἰῆς, ἰῇ, ἴᾰν, αρχ. Ιων. θηλ. του εἷς, αντί μία, μιῆς, κ.λπ.