περιστάθη
From LSJ
English (LSJ)
A v. περιίστημι.
Greek (Liddell-Scott)
περιστάθη: ἴδε περιίστημι.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao. Pass. poét. de περιΐστημι.
English (Autenrieth)
see περιίστημι.
Greek Monotonic
περιστάθη: Επικ. γʹ ενικ. Παθ. αορ. αʹ του περιίστημι.