περιίστημι
English (LSJ)
A. in the trans. tenses (with pf. περιέστᾰκα Pl. Ax.370d), place round, π. τοὺς ἑαυτοῦ Th.8.108, etc.; π. στήλην τινί Hdt.3.24; π. κύτος τῷ ζῴῳ Pl.Ti.78c; στράτευμα περὶ πόλιν X.Cyr.7.5.1: metaph., π. τινὶ ἔτι πλείω κακά D.21.123; κινδύνους τοῖς Καρχηδονίοις Plb.12.15.7; π. ἀγῶνάς τισι Plu.Comp.Ag.Gracch.5.
2 bring round, ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν Arist.Pol. 1304a33; εἰς τοὐναντίον π. τινὰ τῷ λόγῳ Pl.Ax.l.c.; εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε… Heraclid.Pont. ap. Ath.12.537c; esp. into a worse state, εἰς τοῦθ' ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησεν ὥστε… Isoc.6.47, cf. Aeschin.3.82; π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Plb.3.8.2; οἴκους εἰς πενίαν π. Hdn.7.3.5; convert, εἰς τὸ περιφερὲς [τὸν ἀέρα] Epicur.Ep.2p.51U.; transfer, π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα D.40.20; π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα D.H.3.3.
II in aor. 1 Med., place round oneself, ξυστοφόρων κύκλον X.Cyr.7.5.41; φρουρὰν περὶ τὸ σῶμα App.BC3.4.
B Pass. and Med., with aor. 2 (aor. 1, v.infr. 2), pf., and plpf. Act.:—stand round about, περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Il.4.532; κῦμα περιστάθη a wave rose around (Ep. aor. Pass.), Od.11.243; περιστῆναι περί τι Pl.Ti.84e; τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος ib.76b; οἱ περιεστῶτες the bystanders, Antipho6.14; ὄχλου πολλοῦ περιστάντος IG42(1).123.25 (Epid.).
2 c. acc. objecti, encircle, surround, χορὸν περιίσταθ' ὅμιλος Il.18.603; βοῦν δὲ περιστήσαντο (fort. περίστησάν τε) 2.410, cf. Od.12.356; μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοί (Ep. 3pl. subj. aor. 2 for -στῶσι) that their numbers surround me not, Il. 17.95, cf. Od.20.50; so περιστάντες [τὸ θηρίον] κύκλῳ Hdt.1.43, cf. 9.5, A.Fr.379, Pl.R. 432b; π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι X.Cyr.3.1.5: metaph., τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Th.4.10, cf.7.70; τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Isoc.4.162; χωρὶς τῆς περιστάσης ἂν ἡμᾶς αἰσχύνης D.3.8; διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτούς Aeschin.3.137; φόβος π. τινά Th.3.54, cf. D.18.195.
3 c. dat., περιισταμένους τῇ κλίνῃ Pl.Lg.947b: mostly metaph., come round to one, ἡμῖν… ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Th.1.76; τῇ [Ἑλλάδι] δουλεία περιέστηκε Lys.2.60; τοῦ πολέμου περιεστηκότος Θηβαίοις D.16.28; πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα Id.19.340; ἀνάγκη π. τινί, c. inf., ib.212: abs., of circumstances, mostly bad, τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. 2.32, cf. Epicur.Sent.38; οἱ περιεστῶτες καιροί Plb.3.86.7.
II come round, revolve, κύκλῳ Arist.Ph.217a19; of winds, ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας Id.Mete.365a6; of time, περιισταμένης τῆς ὥρας Thphr. CP 2.11.2, cf. Hp.Nat.Hom.7.
2 come round to, devolve upon, περιειστήκει ὑποψία ἐς τὸν Ἀλκιβιάδην Th.6.61; νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Αθηναίους τὸ αὐτὸ περιεστάναι Id.7.18; εἰς ὀλίγους ἡμᾶς περιέστη [ἡ στατίων] IG14.830.8 (Puteoli, ii A. D.).
3 of events, come round, turn out, esp. for the worse, ἐξ ἀρρωστίης π. τινὶ ἐς ὕδερον Hp.Coac.471 (but also of persons, ἐς ὕδρωπα περιίσταντο = became dropsical, Id.Epid.3.13); ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη = fortune was so completely reversed, Th.4.12; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ = it turned out quite contrary for him, Id.6.24, cf. Lys.12.64, Pl.Men.70c; ὁ τοῦ δικαίου λόγος εἰς τοὐναντίον περιειστήκει Id.R.343a; φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι =come to be dependent on chances, Th.1.78; εἰ τὰ μὲν πράγματ' εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη D.18.201, cf. 3.9; τὸ πρᾶγμ' εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη Id.21.111, cf. 37.10; ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. ὥστε… Isoc.8.59, cf. 5.55; περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε… Lycurg.3: c. inf., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις D.18.218, cf. Pl.Mx.244d: c. part., περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Th.1.32.
III later, go round so as to avoid, shun, τὰς ἁμαρτίας Phld.Rh.1.384 S.; τὴν ὁμιλίαν J.AJ 1.1.4; κύνας Luc.Herm.86 (though he censures this usage, Sol.5), cf. Gal.UP10.14, Porph.Abst.4.7, etc.; τὸν κίνδυνον Iamb.VP33.239; τὸ μοναρχικόν ib.31.189; τὴν ἀφροσύνην S.E.M.11.93; κενοφωνίας 2 Ep.Ti.2.16; τὸ εἰκῇ καὶ μάτην M.Ant.3.4; τοὺς ἡγουμένους Artem.4.59; περιίστημι μὴ… to be afraid lest... J.AJ4.6.12; sneak round, Phld.Rh.1.99 S.; circumvent, τοὺς λογιστάς itteis Chr.88iv 11 (ii A.D.):—so in Pass., περιεσταμένης τῆς λογοθεσίας BGU1019.8 (ii A. D.).
Middle Liddell
A. in the trans. tenses, fut. -στήσω, aor1 -έστησα, to place round, π. τί τινι Hdt.; στρατὸν περὶ πόλιν Xen.:—metaph., π. τινὶ πλείω κακά Dem.
2. to bring round, π. πολιτείαν εἰς ἑαυτόν to bring it round to himself, Arist.:—esp. to bring into a worse state, Aeschin.
II. in aor1 mid. to place round oneself, Xen.
B. Pass. and Mid., with aor2 act. -έστην, perf. -έστηκα, plup. -έστηκειν, to stand round about, Il.; κῦμα περιστάθη a wave rose around (epic aor1 pass.), Od.
2. c. acc. to stand round, encircle, surround, Hom.; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί (epic 3rd pl. aor2 subj.), that their numbers surround me not, Il.; metaph., τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν Thuc.
II. to come round to one, νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Ἀθηναίους περιεστάναι Thuc.:—c. dat. to come upon one, ἡμῖν ἀδοξία περιέστη Thuc.; τοῦ πολέμου περιεστηκότος τοῖς Θηβαίοις Dem.
2. of events, to come round, turn out, esp. for the worse, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη fortune was so completely reversed, Thuc.; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ it turned out quite contrary for him, Thuc.; c. inf., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεομένοις αὐτοὺς ἑτέροις βοηθεῖν it came round to those who required help to give help to others, Dem.
III. in late writers, to go round so as to avoid, Luc., NTest.
English (Strong)
from περί and ἵστημι; to stand all around, i.e. (near) to be a bystander, or (aloof) to keep away from: avoid, shun, stand by (round about).
English (Thayer)
2nd aorist περιεστην; perfect participle περιεστώς; present middle imperative 2nd person singular περιΐστασο (on which form see Winer's Grammar, § 14,1e.; (Buttmann, 47 (40), who both call it passive (but see Veitch, p. 340)));
1. in the present, imperfect, future, 1st aorist, active, to place around (one).
2. in the perfect, pluperfect, 2nd aorist active, and the tenses of the middle, to stand around: L T Tr WH with an accusative; cf. Winer's Grammar, § 52,4, 12). Middle to turn oneself about namely, for the purpose of avoiding something, hence, to avoid, shun (Josephus, Antiquities 4,6, 12; 10,10, 4; b. j. 2,8, 6; Antoninus 3,4; Artemidorus Daldianus, oneir. 4,59; Athen. 15, p. 675e.; (Diogenes Laërtius 9,14; Jamblichus, vit. Pythagoras 31 (p. 392, Kiessl. edition); Sextus Empiricus; joined with φεύγειν, Josephus, Antiquities 1,1, 4; with ἐκτρέπεσθαι, Lucian, Hermot. § 86; Hesychius περιΐστασο. Ἀποφευγε, ἀνατρεπε; (cf. furher, D'Orville's Chariton, Reiske edition, p. 282); this use of the verb is censured by Lucian, soloec. 5): in the N.T. so with an accusative of the thing (cf. Winer's Grammar, the passage cited), Titus 3:9.
English (Autenrieth)
aor. 2 περίστησαν, subj. περιστήωσι, opt. περισταιεν, pass. ipf. περιίστατο, aor. περιστάθη: only intrans. forms, station oneself about, rise and stand around, w. acc.
German (Pape)
[Seite 577] (s. ἵστημι), 1) act., herumstellen, herumsetzen, um Etwas, λαβὼν αὐτὸ περιέστησε τῷ πλασθέντι ζῴῳ, Plat. Tim. 78 c; στρατὸν περὶ πόλιν, Xen. Cyr. 7, 5, 1; μεγίστους κινδύνους περιέστησε Καρχηδονίοις, Pol. 12, 15, 7; περιστήσας αὐτοῖς τὰ θηρία, 1, 85, 7; πόλεμον πανταχόθεν, 2, 45, 4; auch zum Schutz, Plut.; so auch aor. I. med., ξυστοφόρους, Xen. Cyr. 7, 5, 41; – umsetzen, verändern, ἐκ τούτων εἰς τοῦτο τὰ πράγματα περιιστάναι, Isocr. 15, 120; τὰς αὑτῶν συμφορὰς εἰς ἐμέ, Dem. 40, 20; εἰς μοναρχίαν περιστῆσαι τὸ πολίτευμα, Pol. 3, 8, 2; τοῦ κεραυνοῦ τὴν ἀσθένειαν εἰς πρηστῆρα περιΐστησιν, Plut. plac. phil. 3, 3; περιέστησεν ἡ μνήμη τὸν λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας, Sympos. 5, 1 u. ä.; dazu perf. περιέστακα, Plut. Ax. 370 d. – 2) med. u. intr. tempp., sich rings herum stellen, herumtreten, -stehen; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι, Il. 4, 532; μήπως με περιστήωσ' ἕνα πολλοί, 17, 95, damit so Viele sich nicht um imich Einen herumstellen, mich umzingeln; vgl. εἴπερ πεντήκοντα λόχοι νῶϊ περισταῖεν, Od. 20, 50; umgeben, rings umstehen, πολλὸς δ' ἱμερόεντα χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος, Il. 18, 603, wie βοῦν δὲ περιστήσαντο, sie stellten sich um das Rind, 2, 410; u. aor. pass., κῦμα περιστάθη, Od. 11, 243, eine Woge wurde herumgestellt; ὑμεῖς δὲ βωμὸν – περίστητε, Aesch. frg. 434; περιστᾶσαι κύκλῳ, Eur. Bacch. 1104; u. so in Prosa: περιστᾶσαι αὐτὸ κύκλῳ, Her. 1, 43; ὡς κύκλῳ περιστὰς βίᾳ αἱρήσων τὴν πόλιν, Thuc. 5, 7; ὑπὸ τοῦ περιεστῶτος ἔξωθεν πνεύματος, Plat. Tim. 76 b; πολὺς ὑμᾶς ὄχλος περιειστήκει, Euthyd. 271 a; καὶ οἱ ἄλλοι περιέστησαν ἡμᾶς, 206 e; περιίστασθαι τὸν λόφον, umzingeln, Xen. Cyr. 3, 1, 5; dah. von Zuständen, bes. unglücklichen, die Einen bedrohen, oder in die er geraten ist, so daß sie ihn rings umgeben, φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην, Thuc. 3, 55; τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, 4, 10, u. sonst; auch τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, 6, 24. So Pol., μεγάλην αὐτοῖς συνέβη ἀπορίαν περιστῆναι, 1, 77, 7, διὰ τὸν ἀπὸ Καρχηδονίων φόβον περιεστῶτα Ῥωμαίοις, 3, 16, 2, vgl. 3, 75, 8; οἱ περιεστῶτες καιροί, 3, 86, 7; auch ὁ περιεστὼς καιρὸς τὴν Αἰτωλίαν, 20, 9, 1; τὰ περιεστηκότα πράγματα, Lys. 2, 32. – 3) in eine andere, gew. schlechtere Lage hineingeraten, sich zum Schlechten ändern, um schlagen, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, Thuc. 4, 12; μηκυνόμενος ὁ πόλεμος φιλεῖ ἐς τύχας τὰ πολλὰ περιίστασθαι, 1, 78; περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη, unsere frühere Besonnenheit hat sich geändert, 1, 32, worauf folgt νῦν ἀβουλία φαινομένη, und scheint nun Unklugheit zu sein; was D. Hal. 6, 43 nachahmt: περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν τοῦ κοινοῦ πρόνοια ἰδίᾳ πρὸς ἑκάτερον μέρος ἀπέχθειαν φερομένη; und Plut. Graech. 14: καὶ περιέστηκεν ἡ Ῥωμαίων βουλὴ θρηνοῦσα καὶ συνεκκομίζουσα. Daher ἐνθάδε τὸ ἐναντίον περιέστηκεν, Plat. Men. 70 c; auch ὥςτε περιστῆναι αὐτῷ μηδαμόθεν ἄλλοθεν τὴν σωτηρίαν γενέσθαι, Menex. 244 d, so daß es mit ihm dahin kam, daß; περιέστηκεν ἐς τοῦτο, ὥςτε, Lycurg. 3, es hat sich dahin zum Schlechtern geändert; vgl. Isocr. Phil. 55 Pac. 59 Areopag. 81; φοβοῦμαι, μὴ τὸ πρᾶγμα εἰς τοὐναντίον περιστῇ, Dem. 25, 12, vgl. 3, 9; περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεήσεσθαι δοκοῦσιν, αὐτοὺς βοηθεῖν ἑτέροις, 18, 218; Pol. 1, 62, 5; τὸ τέλος τῆς δίκης ἐς τοῦτο περιέστη, Luc. Eun. 5; περιστήσεσθαι τὰ ἡμέτερα ἐς τόδε ἀμηχανίας προσεδόκων, Iov. trag. 19. – Auch 4) auf die Seite treten, aus dem Wege treten, vermeiden, ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥσπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν, Luc. Hermot. 86, vgl. Soloec. 5; Sp. auch geradezu = fürchten, mit μή construirt, Ios. – Nahe bevorstehen, Jacobs Ach. Tat. p. 529, Lob. Phryn. 377.
French (Bailly abrégé)
A. tr. (prés., impf., f., ao. περιέστησα, pf. περιέστακα);
I. établir autour : στράτευμα περὶ τὴν πόλιν XÉN disposer une armée autour d'une ville (pour l'assiéger);
II. faire tourner fig. :
1 convertir;
2 tourner vers, diriger : λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας PLUT amener peu à peu un discours à une recherche de cause;
3 détourner sur, reporter sur, faire retomber sur;
B. intr. (à l'ao.2 περιέστην, au pf. περιέστηκα, au Pass. et au Moy.);
1 se dresser autour, se tenir autour : κῦμα περιστάθη poét. OD une vague se dressa autour ; avec l'acc. : πολλὸς χορὸν περιΐσταθ' ὅμιλος IL une foule nombreuse se tenait autour du chœur de danse ; π. τι κύκλῳ HDT entourer qch en cercle;
2 avec idée d'hostilité entourer, cerner : τινα, qqn pour l'attaquer ; λόφον στρατεύματι XÉN cerner la colline avec une armée ; fig. presser ou menacer : τινι, τινα qqn ; τὰ περιεστηκότα πράγματα LYS l'état fâcheux des affaires;
3 se tourner, se transformer, se modifier ; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ THC l'événement tourna contrairement à ce qu'il pensait ; ἐνταῦθα τὰ πράγματα περιέστηκε ISOCR voilà où en sont venues les affaires ; avec un part. περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη THC notre circonspection d'autrefois s'est transformée et se montre maintenant de l'irréflexion;
4 se détourner pour éviter : λυττῶντας κύνας LUC des chiens enragés;
Moy. περιΐσταμαι (f. περιστήσομαι);
1 tr. faire se tenir autour de soi, placer autour de soi : κύκλον ξυστοφόρων XÉN un cercle d'hommes armés de bâtons;
2 intr. se tourner, aboutir à : εἰς ἕνα περιστήσεται τὸ κράτος PLUT le pouvoir passera aux mains d'un seul.
Étymologie: περί, ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
περιΐστημι: (aor. 1 περιέστησα, aor. 2 περιέστην - эп. περίστην, pf. περιέστᾰκα и περιέστηκα; pass.: aor. περιεστάθην - эп. περιστάθην)
1 ставить кругом, расставлять кругом, располагать вокруг (στράτευμα περὶ τὴν πόλιν Xen.): π. τινί τι Plat. окружать что-л. чем-л.; μεγίστους κινδύνους π. τινι Polyb. окружать кого-л. величайшими опасностями; π. κακά τινι Dem. обрушивать на кого-л. несчастья; περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων κύκλον Xen. расставив вокруг себя копьеносцев;
2 поворачивать, обращать, приводить: π. τινὰ εἰς τοὐναντίον Plat. приводить кого-л. к противоположному мнению; π. λόγον εἰς ζήτησιν αἰτίας Plut. направить обсуждение на разыскание причины; π. κύκλῳ Arst. вращаться;
3 вменять, приписывать (τὰς συμφορὰς εἴς τινα Dem.);
4 (тж. π. κύκλῳ Her.) становиться вокруг, обступать, окружать (περίστησαν ἑταῖροι Hom.; ὄχλος περιεστώς NT): κῦμα περιστάθη Hom. волны вздулись кругом; πολλὸς χορὸν περιΐσταθ᾽ ὅμιλος Hom. многолюдная толпа окружала хоровод; π. τῇ κλίνη Plat. стоять вокруг ложа; π. λόφον στρατεύματι Xen. окружить холм войском; φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην Thuc. страх охватил Спарту; τὰ περιεστηκότα πράγματα Lys. и οἱ περιεστῶτες καιροί Polyb. обстоятельства данного момента;
5 со всех сторон подступать, подбираться, угрожать (τῇ Ἑλλάδι δουλεία περιέστηκε Lys.);
6 приходить, переходить: ἐνταύθα τὰ πράγματα περιέστηκε Isocr. вот до чего дошло дело; τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ Thuc. случилось обратное тому, (чего ожидал Никий); περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Thuc. то, что прежде было благоразумием, представляется теперь опрометчивостью; ἐς τύχας περιΐστασθαι Thuc. становиться игралищем случайностей; περιστήσεται τὸ κράτος εἴς τι Plut. власть перейдет к кому-л.;
7 отворачиваться (от), т. е. избегать (λυττῶντας κύνας Luc.; med.: τὴν ἀφροσύνην Sext.; τὰς κενοφωνίας NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-ίστημι met acc. (causat.), praes. act. en med., fut. act., aor. act. περιέστησα en med. περιεστησάμην; later perf. περιέστακα rondom... plaatsen; met acc. en περί + acc.:; περιέστησε πᾶν τὸ στράτευμα περὶ τὴν πόλιν hij stelde het hele leger rond de stad op Xen. Cyr. 7.5.1; med. rondom zich plaatsen, zich omgeven met:; περιστησάμενος τῶν ξυστοφόρων Περσῶν κύκλον toen hij een kring van Perzische lansdragers rond zich had opgesteld Xen. Cyr. 7.5.41; overdr.: ἔτι πλείω περιιστάναι κακά (met dat. van pers.) nog meer ellende bezorgen (aan bep. personen) Dem. 21.123. doen overgaan in, veranderen tot, met εἰς + acc.: εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν (het volk) heeft de regeringsvorm naar zijn eigen hand gezet Aristot. Pol. 1304a33. praes. en fut. med., aor. περιέστην, perf. περιέστηκα, aor. pass. περιεστάθην rondom... gaan staan, omstuwen, omsingelen; met acc.:; χορὸν περιίσταθ’ ὅμιλος een menigte omstuwde de dansers Il. 18.603; περίστησαν γὰρ ἑταῖροι want de makkers waren (om hem heen) gaan staan Il. 4.532; περιίσταται τὸν λόφον hij omsingelde de heuvel Xen. Cyr. 3.1.5; met περί + acc.:; περὶ τὰ νεῦρα... π. de pezen omgeven Plat. Tim. 84e; met dat.:; π. τῇ κλίνῃ rondom de baar gaan staan Plat. Lg. 947b; uitbr.: τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν het gevaar dat ons omgeeft Thuc. 4.10.1; πανταχόθεν περιειστήκει ὑποψία ἐς τὸν Ἀλκιβιάδην van alle kanten bestond er een sfeer van argwaan jegens Alcibiades Thuc. 6.61.4. overdr. over... komen, overvallen, treffen, bevangen; met acc.:; μέγιστος φόβος περιέστη τὴν Σπάρτην een zeer grote angst overviel de Spartanen Thuc. 3.54.5; χωρὶς τῆς περιστάσης ἂν ἡμᾶς αἰσχύνης afgezien van de schande die ons kan treffen Dem. 3.8; met dat.: ἡμῖν... ἀδοξία... περιέστη een slechte naam is ons deel geworden Thuc. 1.76.4; περιέστηκεν... τῇ πόλει τοὐναντίον ἢ ὡς εἰκὸς ἦν de stad is het omgekeerde overkomen van wat te verwachten was Lys. 12.64; πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα hoe grote problemen de stad bedreigen Dem. 19.340. veranderen in, uitlopen op; met εἰς + acc.:; ὁ τοῦ δικαίου λόγος εἰς τουναντίον περιειστήκει de definitie van rechtvaardigheid is op het tegendeel uitgelopen Plat. Resp. 343a; εἰς τοῦτο περιστήσεται τὰ πράγματα daarop zal de situatie uitlopen Dem. 3.9; εἰς ἕνα περιστήσεται τὸ κράτος de macht zal bij één persoon terechtkomen Plut. Per. 6.2; abs.:; ὑπὸ δὲ τῆς ὥρης περιισταμένης door de verandering van seizoen Hp. Nat. Hom. 7; περιέστηκεν ἡ δοκοῦσα ἡμῶν πρότερον σωφροσύνη onze vroegere schijnbare verstandigheid is totaal omgeslagen Thuc. 1.32.4; onpers.: ὥστε περιστῆναι αὐτῷ... τὴν σωτηρίαν γενέσθαι zodat er voor hem een omslag kwam tot zijn redding Plat. Menex. 244d. later overdr. om... heen lopen, negeren, vermijden:. τὰς δὲ βεβήλους κενοφωνίας περιΐστασο mijd profaan gezwets NT 2 Tim. 2.16.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
(μέσ. μόνον στην οριστ. αορ.) περιέστην
περιπίπτω περιέρχομαι σε χειρότερη κατάσταση, καταντώ (α. «περιέστη σε αδιέξοδο» β. «τὰ πράγματα εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη» — σ' αυτό το σημείο που έχουν φτάσει τώρα τα πράγματα, Δημοσθ.)
μσν.-αρχ.
1. τοποθετώ γύρω, ολόγυρα («περιέστησε πᾶν τὸ στράτευμα περὶ τὴν πόλιν», Ξεν.)
2. μετατρέπω, μεταβάλλω
3. φέρνω ή συγκεντρώνω γύρω μου («ὁ δῆμος εἰς ἑαυτὸν περιέστησε τὴν πολιτείαν», Αριστοτ.)
4. οδηγώ σε κατάσταση χειρότερη από την προηγούμενη («οἴκους εἰς πενίαν περιίστησι»)
5. αποδίδω κάτι σε κάποιον άλλο («περιίστημι τὰς ἐμαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα»)
6. υπενθυμίζω ή φέρνω στον νου («τὸ συλλήβδην τὰ πάντα γιγενῆσθαι περιίστησι», Γρηγ. Νύσσ.)
7. μέσ. περιίσταμαι
α) περιορίζομαι, μειώνομαι («... εἰς ἕνα ἄρτον περιστῇ ἡ τροφή», Μέγ. Βασ.) β) (μτχ. παρακμ.) περιεστώς, -ῶσα, -ώς
αυτός που βρίσκεται, που έχει συγκεντρωθεί ολόγυρα (α. «ὑπὲρ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.
β. «οἱ περιεστῶτες» — οι ακροατές, Αντιφ.)
αρχ.
1. μέσ. α) τοποθετούμαι, βρίσκομαι γύρω από κάτι («α. πορφύρεον δ' ἄρα κῡμα περιεστάθη», Ομ. Οδ. β. «Κῡρος περιίσταται τὸν λόφον τῷ παρόντι στρατεύματι», Ξεν.)
β) καταλήγω, φτάνω τελικά («περιειστήκει ὑποψία εἰς τὸν Ἀλκιβιάδην», Θουκ.)
γ) περιστρέφομαι, κινούμαι κυκλικά
4. κάνω κύκλο για να αποφύγω κάτι (α. «τὰς δὲ βεβήλους κενοφωνίας περιίστασο», ΚΔ
β. «ἐκτραπήσομαι καὶ περιστήσομαι ὥσπερ τοὺς λυττῶντας τῶν κυνῶν» — θα βγω απ' το δρόμο μου και θα κάνω κύκλο όπως κάνω για να αποφύγω λυσσασμένα σκυλιά, Λουκιαν.)
2. απατώ, εξαπατώ κάποιον
3. φρ. α) «περιίσταμαι εἰς τύχας» ή «τὰ πολλὰ περιίσταται εἰς τύχας» — εξαρτώμαι από τυχαία περιστατικά
β) «περιίσταμαι μή» + ενδοιαστ. πρότ.
φοβάμαι μήπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + ἵστημι «στήνω τοποθετῶ»].
Greek Monotonic
περιίστημι:Α. σε μτβ. χρόνους, μέλ. -στήσω, αόρ. αʹ -έστησα·
I. 1. τοποθετώ ολόγυρα, περιίστημί τί τινι, σε Ηρόδ.· στρατὸν περὶ πόλιν, σε Ξεν.· μεταφ., περιίστημί τινι πλείω κακά, σε Δημ.
2. φέρω ολόγυρα, περιίστημι πολιτείαν εἰς ἑαυτόν, τη στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του, σε Αριστ.· ιδίως φέρνω σε χειρότερη κατάσταση, σε Αισχίν.
II. σε Μέσ. αόρ. αʹ, τοποθετώ γύρω μου, σε Ξεν. Β. Παθ. και Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -έστην, παρακ. -έστηκα, υπερσ. -έστηκεν·
I. 1. στέκομαι ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.· κῦμα περιστάθη, κύμα σηκώθηκε ολόγυρα (Επικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., στέκομαι ολόγυρα, περικυκλώνω, περιβάλλω, σε Όμηρ.· μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοὶ (Επικ. υποτ. γʹ πληθ. αορ. βʹ), ότι οι αριθμοί τους δεν με περικυκλώνουν, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, σε Θουκ.
II. 1. έρχομαι γύρω από κάποιον, νομίσαντες τὸπαρανόμημα ἐς τοὺς Ἀθηναίους περιεστάναι, σε Θουκ.· με δοτ., συναντώ, έρχομαι κατά πάνω, ἡμῖνἀδοξία περιέστη, στον ίδ.· τοῦ πολέμου περιεστηκότος τοῖς Θηβαῖοις, σε Δημ.
2. λέγεται για συμβάντα, καταντώ, αποβαίνω, ιδίως προς το χειρότερο, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, η τύχη μετατράπηκε εντελώς, σε Θουκ.· τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ· απέβη γι' αυτόν εντελώς αντίθετα, στον ίδ.· με απαρ., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεομένοις αὐτοὺς ἑτέροις βοηθεῖν, ήρθε γύρω από αυτούς που ζητούσαν βοήθεια για να δώσουν βοήθεια σε άλλους, σε Δημ.
III. σε μεταγεν. συγγραφείς, πηγαίνω τριγύρω για να αποφύγω κάτι, σε Λουκ., Κ.Δ.
Greek (Liddell-Scott)
περιίστημι: Α. ἐν τοῖς συνθέτοις μεταβ. χρόνοις (μετὰ πρκμ. περιέστακα, Πλάτ. Ἀξίοχ. 370D, ἴδε Schäf. εἰς Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 331), ἵστημι πέριξ, π. τοὺς ἑαυτοῦ Θουκ. 8. 108, κτλ.· π. τινί τι Ἡρόδ. 3. 24, Πλάτ. Τίμ. 78C· στρατὸν περὶ πόλιν Ξεν. Κύρ. 7. 5, 1· ― μεατφορ., π. φόβους τινὶ Κριτίας 9. 37· π. τινὶ ἔτι πλείω κακὰ Δημ. 555. 5· π. κίνδυνόν τινι Πολύβ. 12. 15. 7, κτλ. 2) φέρω ὁλόγυρα, φέρω εἴς τι σημεῖον, π. πολιτείαν εἰς ἑαυτόν, φέρει ὁλόγυρα εἰς ἑαυτόν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 4, 9· εἰς τοὐναντίον π. τινὰ λόγῳ Πλάτ. Ἀξίοχ. ἔνθ’ ἀνωτ.· εἰς τοσοῦτον π. τινά, ὥστε ... Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 537D· ―μάλιστα εἰς χειροτέραν κατάστασιν φέρω, εἰς τοῦθ’ ἡ τύχη τὰ πράγματα αὐτῶν περιέστησε Ἰσοκρ. 125D, πρβλ. Αἰσχίν. 65. 24· π. εἰς μοναρχίαν τὴν πολιτείαν Πολύβ. 3. 8, 2· π. τινὰ εἰς πενίαν Ἡρῳδιαν. 7. 3· ―ὡσαύτως, ἀναφέρω, ἀποδίδω, ὡς τὸ Λατ. devolvere, π. τὰς ἑαυτοῦ συμφορὰς εἴς τινα Δημ. 1014. 17· π. τὴν αἰτίαν εἴς τινα Διον. Ἁλ. 3. 3. ΙΙ. ἐν τῷ μέσῳ ἀορ. α΄, ἵστημι περὶ ἐμαυτόν, ξυστοφόρους Ξεν. Κύρ. 7. 5, 41, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 4· ― ἴδε κατωτ. Β. Ι. 2. Β. Παθ. καὶ μέσ., μετ’ ἀορ. β΄, πρκμ. καὶ ὑπερσ. ἐνεργ.· ― ἵσταμαι πέριξ, ὁλόγυρα, περίστησαν γὰρ ἑταῖροι Ἰλ. Δ. 532· κῦμα περιστάθη, κῦμα ὑψώθη ὁλόγυρα (Ἐπικ. παθ. ἀόρ.), Ὀδ. Λ. 242· περιστῆναι περί τι Πλάτ. Τίμ. 84Ε· οἱ περιεστῶτες, οἱ πέριξ ἱστάμενοι, Ἀντιφῶν 443. 7. 2) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ. ἵσταμαι πέριξ, κυκλώνω, χορὸν περιίσταθ’ ὅμιλος Ἰλ. Σ. 603· βοῦν δὲ περίστησάν τε, περὶ δὲ τὸν βοῦν κύκλῳ ἔστησαν (Σχόλ.) (κοινῶς περιστήσαντο, ἀλλ’ ὁ μέσ. ἀόρ. α΄ εἶναι μεταβ.), Ἰλ. Β. 410, πρβλ. Ὀδ. Μ. 356· μήπως με περιστήωσ’ ἕνα πολλοὶ (Ἐπικ. γ΄ πληθ. ὑποτ. ἀορ. β΄ ἀντὶ περιστῶσι), μήπως μέ περιστοιχίσωσιν ἕνα πολλοί, Ἰλ. Ρ. 95, πρβλ. Ὀδ. Υ. 50· οὕτω, περιστάντες τὸ θηρίον κύκλῳ Ἡρόδ. 1. 43, πρβλ. 9. 5, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 407, Πλάτ. Πολ. 432Β· π. τὸν λόφον τῷ στρατεύματι Ξεν. Κύρ. 3. 1, 5· μεταφορ., τὸ περιεστὼς ἡμᾶς δεινὸν Θουκ. 4. 10, πρβλ. 7. 70· τοσούτου πολέμου τὴν Ἀσίαν περιστάντος Ἰσοκρ. 74Ε· χωρὶς τῆς περιστάσης ἂν ἡμᾶς αἰσχύνης Δημ. 30. 24, πρβλ. 293. 14· διὰ τὸν φόβον τὸν περιστάντα αὐτοὺς Αἰσχίν. 73. 16· φόβος π. τινα, ὣστε ... Θουκ. 3. 54. 3) σπανίως μετὰ δοτ., περιισταμένους τῇ κλίνῃ Πλάτ. Νόμ. 947Β· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον μεταφορ., ἡμῖν ... ἀδοξία τὸ πλέον ἢ ἔπαινος περιέστη Θουκ. 1. 76· τῇ μὲν (δηλ. τῇ Ἑλλάδι) δουλεία περιέστηκε Λυσ. 196. 14· τοῦ περιεστηκότος τοῖς Θηβαίοις Δημ. 209. 22· πηλίκα τῇ πόλει περιέστηκε πράγματα ὁ αὐτ. 450. 13· ἀνάγκη π. τινι, μετ’ ἀπαρ., ὁ αὐτ. 407. 4· ― ἀπολ., ἐπὶ περιστάσεων, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κακῶν, τὰ περιεστηκότα πράγματα Λυσ. 193. 36· οἱ περιεστῶτες καιροὶ Πολύβ. 3. 86, 7. ΙΙ. ἔρχομαι, ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, κύκλῳ Ἀριστ. Φυσ. 4. 9, 4· ἐπὶ ἀνέμων, ἐκ τῶν ἀπαρκτίων εἰς θρασκίας ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 6, 24· ἐπὶ χρόνου, περιισταμένης τῆς ὥρας Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 11, 2, πρβλ. Ἱππ. 227. 47. 2) καταντῶ, ἀναφέρομαι, καταλήγω εἰς, περιεστήκει ὑποψία ἐς τὸν Ἀλκιβιάδην Θουκ. 6. 6. 61, πρβλ. 1. 76· νομίσαντες τὸ παρανόμημα ἐς τοὺς Ἀθηναίους περιεστάναι ὁ αὐτ. 7. 18. 3) ἐπὶ συμβάντων, ἀποβαίνω, καταντῶ, μάλιστα εἰς τὸ χεῖρον, ἐξ ἀρρωστίης π. τινι ἐς ὕδερον Ἱππ. Κωακ. Προγν. 194, πρβλ. 1089G· ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, ἐντελῶς μετετράπη, Θουκ. 4. 12, Ἰσοκρ. 93C, κτλ.· τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ, ὅλως τοὐναντίον ἀπέβη δι’ αὐτόν, Θουκ. 6. 24, πρβλ. Λυσ. 126. 4, Πλάτ. Μένων 70C· ὡσαύτως, περιέστηκέ τι εἰς τοὐναντίον Πλάτ. Πολ. 343Α· περιίσταμαι εἰς τύχας, καταντῶ εἰς τὴν τύχην, ἐξαρτῶμαι ἐκ τῆς τύχης, Θουκ. 1. 78· εἰ τὰ μὲν πράγματ’ εἰς ὅπερ νυνὶ περιέστη Δημ. 295. 12, πρβλ. 31. 6· τὸ πρᾶγμα εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη ὁ αὐτ. 551. 2, πρβλ. 969. 10· ἐνταῦθα τὰ πράγματα π. Ἰσοκρ. 171Β· περιέστηκεν εἰς τοῦτο ὥστε .. Λυκοῦργ. 148. 10· οὕτω μετ’ ἀπαρ., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεομένοις αὐτοὺς ἑτέροις βοηθεῖν Δημ. 301. 8, πρβλ. Πλάτ. Μενέξ. 244D· μετὰ μετοχ., περιέστηκεν ἡ πρότερον σωφροσύνη νῦν ἀβουλία φαινομένη Θουκ. 1. 32. ΙΙΙ. παρὰ μεταγεν., ὑπάγω ὁλόγυρα ὅπως ἀποφύγω τι, κύνας Λουκ. Ἑρμότ. 86 (ἂν καὶ αὐτὸς ἀποδοκιμάζει τὴν χρῆσιν ταύτην ἐν τῷ Σολοικ. 5)· τὸν κίνδυνον Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. 239· τὴν ἀφροσύνην Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 93· κενοφωνίας Ἐπιστ. πρὸς Τιμόθ. β΄, 15, κτλ.· π. μὴ., φοβοῦμαι μήπως …, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 6, 12· πρβλ. περικάμπτω ΙΙ. 2. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τ. Α΄, σ. 568.
Chinese
原文音譯:peristhmi 胚里-衣士帖米
詞類次數:動詞(4)
原文字根:四周-站
字義溯源:周圍站著,包圍,遠避;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(ἵστημι)*=站)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀποφεύγω)同義字
出現次數:總共(4);約(1);徒(1);提後(1);多(1)
譯字彙編:
1) 要遠避(2) 提後2:16; 多3:9;
2) 周圍站著(2) 約11:42; 徒25:7
Lexicon Thucydideum
collocare circum, to place around, 1.106.2, 8.108.4,
MED circumdare, to surround, 3.54.5, 4.10.1, [nonnulli codd. several manuscripts περιεστὸς] 4.34.3, 4.55.1, 5.73.1, 8.2.4,
similiter similarly 8.15.1.
circumstare, to stand around, surround, 4.4.1, 5.7.3, 5.10.9. 7.70.6, 7.83.3,
contingere, redire, to fall to one's lot, 1.32.4, 1.76.4, 1.78.2, 1.120.5, 4.12.3, 6.24.2, 6.61.4, [nonnulli codd. several manuscripts περιειστ.] 7.18.3, 8.1.2.