προτιάπτω
From LSJ
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
English (LSJ)
προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν, προτιείποι,
A v. προσ-.
German (Pape)
[Seite 792] dor. statt προσάπτω.
Greek (Liddell-Scott)
προτιάπτω: προτιβάλλομαι, προτιειλεῖν προτιείποι, ἴδε προσ-.
French (Bailly abrégé)
dor. c. προσάπτω.
English (Autenrieth)
attach to, accord, Il. 24.110†.
Greek Monolingual
Α
(δωρ. τ.) βλ. προσάπτω.