πελιδνόομαι
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
Pass.,
A = πελιαίνομαι, Hp. Art.86, Arist. Pr.887b13.
Greek (Liddell-Scott)
πελιδνόομαι: παθ. = πελιαίνομαι, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 840, Ἀριστ. Προβλ. 8, 1.