πατρώιος

From LSJ
Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek (Liddell-Scott)

πατρώιος: ἴδε ἐν λ. πατρῷος.

English (Autenrieth)

from one's father, paternal, hereditary; neut. pl. as subst., patrimony, Od. 16.388, Od. 22.61.

English (Slater)

(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)
   1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) (O. 2.35) διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: -ωαν codd.) (O. 7.75) ἀέθλων πατρωίων (byz.: -ώων codd.) (P. 4.220) πατρῴας ἀπὸ γᾶς (P. 4.290) πατρωίαν πόλιν (byz.: -ώαν codd.) (P. 5.53) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (P. 6.45) βουσὶν πατρῴαις (P. 9.23) ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) (P. 10.72) Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών (P. 11.14) ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν (N. 4.48) [πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) (N. 9.14)] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: -ῴῳ codd.) (N. 10.66) τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν (I. 1.35) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates (I. 2.44) πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ] ρῴαν Ἑκαερ [γ (supp. Snell:] ρωιαν Π̆{S}:] ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ [Θρ. 4. 12.

English (Slater)

(-ίῳ, -ιον; -ίαν, -ιαι, -ίαις; -ίων, -ί(α): -ῴας, -ῴαν, -ῴαις.)
   1 of one's fathers, ancestral Μοῖῤ, ἅ τε πατρώιον τῶνδ' ἔχει τὸν εὔφρονα πότμον (πατρωιαν Π.) (O. 2.35) διὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι πατρωίαν (byz.: -ωαν codd.) (O. 7.75) ἀέθλων πατρωίων (byz.: -ώων codd.) (P. 4.220) πατρῴας ἀπὸ γᾶς (P. 4.290) πατρωίαν πόλιν (byz.: -ώαν codd.) (P. 5.53) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα (P. 6.45) βουσὶν πατρῴαις (P. 9.23) ἐν δ' ἀγαθοῖσι κεῖται πατρώιαι κεδναὶ πολίων κυβερνάσιες (byz.: πατρῶαι codd.) (P. 10.72) Θρασυδᾷος ἔμνασεν ἑστίαν τρίτον ἔπι στέφανον πατρῴαν βαλών (P. 11.14) ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν (N. 4.48) [πατρώων (contra metr. codd.: πατρίων Er. Schmid) (N. 9.14)] στάθεν τύμβῳ σχεδὸν πατρωίῳ (Er. Schmid: -ῴῳ codd.) (N. 10.66) τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν (I. 1.35) μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν i. e. of his father Xenokrates (I. 2.44) πατρωίαις ἐν ἀρούραις i. e. of his father Achilles Πα.. 1. [πατρωίαν (contra metr. papyri: πατρίαν Snell) Πα.. 1.] πατ] ρῴαν Ἑκαερ [γ (supp. Snell:] ρωιαν Π̆{S}:] ρωιον Π.) Πα. 7B. 35. πατρῶἰ ἐπεὶ [Θρ. 4. 12.