Σκύριος

From LSJ
Revision as of 12:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Skyros ; οἱ Σκύριοι les habitants de Skyros.
Étymologie: Σκῦρος.

English (Slater)

Σκῡριος
   1 of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.

English (Slater)

Σκῡριος
   1 of Skyros Σκύριαι δ' ἐς ἄμελξιν γλάγεος αἶγες ἐξοχώταται fr. 106. 4.