σίδαρος

From LSJ
Revision as of 14:38, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

German (Pape)

[Seite 879] ὁ, dor. = σίδηρος, Pind.; eben so verwandeln die Dorier bei allen Ableitungen u. Zusammensetzungen mit σίδηρος η in α.

Greek (Liddell-Scott)

σίδᾱρος: Αἰολ. καὶ Δωρ. ἀντὶ τοῦ σίδηρος· περὶ πάντων τῶν σιδαρ-, ἴδε ἐν λέξ. σιδηρ-.

French (Bailly abrégé)

dor. c. σίδηρος.

English (Slater)

σίδᾱρος
   1 iron ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου sword (O. 10.37) ναῦν τέλεσαν ἃν πλαγαὶ σιδάρου hammer (P. 4.246)