περίεργος
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ον,
A taking needless trouble, Lys.12.35; γραμματικῶν π. γένη AP11.322 (Antiphan.). Adv.-γως Hp.Decent.7. 2 officious, meddlesome, Isoc.5.98, X.Mem.1.3.1, Men.Sam.85; π. εἰμι I am a busy-body, Id.Epit.45; περίεργα βλέπειν look curiously at, c. acc., AP 12.175 (Strat.), cf. Hdn.5.3.8 (Comp.). 3 of an inquiring mind, Arist.Resp.480b27; inquisitive, curious, Hdn.4.12.3 (Sup.); π. παιδία Gal.6.635; τὸ π. Luc.Alex.4. Adv.-γως, ἔχειν Astramps.Orac.p.1 H.: Comp. -ότερον, ἔχειν πρός τινα Jul.Or.4.130d. II Pass., overwrought, elaborate, ὀδμή (perfume) Hp.Praec.10; φορήματα Ar.Fr. 321; ζωγράφημα Plu.2.64a; τὸ τῆς κόμης π. Luc.Nigr.13; esp. of language or style, ὀνόματα, λόγοι, Aeschin.3.229, D.H.Lys.14; τὸ π. Θουκυδίδου Id.Vett.Cens.3.2 : Comp., -οτέρα λέξις Id.Is.3. Adv. -γως Antyll. ap. Orib.9.14.7 : Comp. -ότερον, ἠσκημένος τὴν κόμην Arr.Epict.3.1.1; ἐξορχεῖσθαι Hdn.5.5.3. 2 superfluous, π. καὶ μακρὰ λέγειν Pl.Plt.286c; ὅπως εἴ τις π. ἀφαιρεθῇ (sc. δαπάνη) Arist. Rh.1359b27; π. ἐστί τι And.3.33, cf. Is.1.31; π. [ἐστι] τὸ λέγειν Arist.Pol.1315a40, cf. Rh.1369a8; futile, useless, πόλεμος Isoc.15.117. Adv. -γως Timocl.13.4, etc. 3 curious, superstitious, ἱερουργίαι Plu.Alex.2; τὰ π. curious arts, magic, Act.Ap.19.19.
German (Pape)
[Seite 575] 1) sorgfältig um eine Arbeit oder ein Geschäft herum, sorgfältig, bes. aber mit übertriebener, kleinlicher Sorgfalt arbeitend; γραμματικῶν γένη, Antiphan. 5 (XI, 322); unnütz, ohne Noth Etwas thuend, ἡγήσονται περιέργους ὑπὲρ ὑμῶν τειρομένους, Lys. 12, 35; δείσας, μὴ περίεργα ἅμα μακρὰ λέγοιμεν, Plat. Polit. 286 c; φασὶ τὰς τεσσαράκονθ' ἡμέρας ἐν αἷς ὑμῖν ἔξεστι βουλεύεσθαι, περίεργον εἶναι, die seien eine unnöthige Sorgfalt, überflüssig, Andoc. 3, 33; vgl. Is. 1, 31; Isocr. 1, 27. 4, 7 u. 33 (wo die v. l. πάρεργον), in welchen Stellen man auch ein subst. τὸ περίεργον annehmen könnte. Auch = neugierig, περίεργα βλέπειν, Strat. 17 (XII, 175). – 2) mit übertriebener Sorgfalt gemacht, bes. mit Zierath überladen, verkünstelt; τὸ τῆς κόμης περίεργον, Luc. Nigr. 13; τράπεζαι, 15; π. ἀναιδέσι φαρμάκοις ζωγράφημα, Plut. de adul. et am. discr. 32; auch vom Ausdrucke, Sp.; δύναμιν αὐτἡν καλοῦμεν οὐ κατὰ τὸ περίεργον, ἀλλ' ἁπλῶς κατὰ τὸ δύνασθαι, S. Emp. pyrrh. 1, 9.