βορά
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
ἡ,
A food, prop. of carnivorous beasts, ποντίοις δάκεσι δὸς βοράν A.Pr.583 (lyr.), cf. Ch.530; θηρσὶν ἄθλιον β. E.Ph.1603, cf.S.Ant.30; κυνὸς β. Ar.Eq.416; ὁ λέων . . [χαίρει] ὅτι β. ἕξει Arist.EN1118a23; of cannibal feasts, Hdt.1.119; κρεῶν . . οἰκείας βορᾶς of their own flesh served as food, of the children of Thyestes, A.Ag.1220, cf. 1597; βορᾶς τοῦ . . Οἰδίπου γόνου food torn from the body of the son of Oedipus, S.Ant.1017, cf. 1040; βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ; E.Cyc.127; οὐ γὰρ ἐν γαστρὸς β. τὸ χρηστὸν εἶναι in gluttony, Id.Supp.865: less freq. of simple food, Pi.Fr.124.5, A.Pers.490, S.Ph.274, etc. (βορρά is prob. f.l. for φορβά in AP3.14.) (Cf. βιβρώσκω: g[uglide]er[schwa]-, cf. Skt. -gara- in compds. (cf. δημο-βόρος, Lat. carni-vorus) 'devouring', giráti 'swallow', Lat. vorare, Lith. gérti 'drink', etc.)
German (Pape)
[Seite 453] ἡ, Fraß, Speise, Pind. frg. 94; Aesch. Prom. 583; Ar. Equ. 514; Her. 1, 119 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
βορά: ἡ, (ἴδε βιβρώσκω) τροφή, κυρίως ἐπὶ τῆς τροφῆς τῶν σαρκοβόρων θηρίων, ποντίοις δάκεσι δὸς βορὰν Αἰσχύλ. Προμη. 583. πρβλ. Χο. 530· θηρσὶν ἄθλιον β. Εὐρ. Φοιν. 1603, Σοφ. Ἀντ. 30· κυνὸς β. Ἀριστοφ. Ἱππ. 417· ὁ λέων… [χαίρει], ὅτι βορὰν ἔξει Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 7· ἔπειτα ἐπὶ εὐωχιῶν καννιβαλικῶν (παρατιθεμένων κρεῶν ἀνθρωπίνων), Ἡρόδ. 1. 119· κρεῶν… οἰκίας βορᾶς, ἐκ τῆς ἰδίας των σαρκός, ἥτις ὡς τροφὴ παρετέθη εἰς αὐτοὺς (δηλ. τῶν τέκνων τοῦ Θυέστου), Αἰσχύλ. Ἀγ. 1220, πρβλ. 1597· βορᾶς τοῦ… Οἰδίπου γόνου, τροφὴ ἀποκοπεῖσα ἐκ τοῦ σώματος τοῦ υἱοῦ τοῦ Οἰδίπου, Σοφ. Ἀντ. 1017, πρβλ. 1040· βορᾷ χαίρουσιν ἀνθρωποκτόνῳ, τρεφόμενοι ἐκ τῶν πτωμάτων τῶν φονευθέντων ἀνθρώπων, Εὐρ. Κύκλ. 127, πρβλ. 249, 367· οὐ γὰρ ἐν γαστρὸς βορᾷ τὸ χρηστὸν εἶναι, ἐν τῇ λαιμαργίᾳ, ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 865· ―σπανιώτερον ἐπὶ ἁπλῆς τροφῆς, Πίνδ. Ἀποσπ. 94, Αἰσχύλ. Πέρσ. 490, Σοφ. Φ. 274, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 pâture pour les animaux;
2 nourriture de ceux qui se nourrissent de chair humaine;
3 nourriture en gén.
Étymologie: R. Βορ, avaler ; v. βιβρώσκω = lat. voro, vorax, etc.