ἐλαιόω
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
English (LSJ)
A oil:—only Pass., to be oiled, Arist.HA605b20; σπόγγος ἠλαιωμένος Ph.1.433; ἐλαιοῦται θρίξ S.Fr.624, cf. Pi.Fr.305. 2 bring to an oily consistency, in Alchemy, Zos.Alch.p.163B. II gather olives, Poll.7.146.
German (Pape)
[Seite 789] 1) mit Oel salben, einölen; Pind. frg. 274; Arist. H. A. 8, 27; ἐλαιωτός, gesalbt, Hesych. – 2) Oliven sammeln, Poll. 7, 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαιόω: χρίω δι’ ἐλαίου, «λαδώνω», μόνον ἐν τῷ παθ., ἀλείφομαι μὲ ἔλαιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27, 3· λαμπρύνομαι, Πινδ. Ἀποσπ. 274, Σοφ. Ἀποσπ. 556. ΙΙ. δρέπομαι τὸν καρπὸν τῆς ἐλαίας, Πολυδ. Ζ΄, 146.