θαέομαι
χωρίον ἔνθα οὐ προσβατὸν θανάτῳ → a spot where it is not accessible to death, a place where was no point accessible by death, a place where death was forbidden to set foot
English (LSJ)
Dor. for θηέομαι (Ion. form of θεάομαι), Pi.P.8.45: aor. 1
A θαήσατο Lyr.Adesp.40; imper. θάησαι Epigr. ap. Phan.Hist.12; cf. αστ;θάομαι.
German (Pape)
[Seite 1181] dor. = θεάομαι; Pind. P. 8, 45; θαεῖτο Theocr. 22, 20. Vgl. θηέομαι, die diesem entsprechende ion. Form, u. θάομαι, die Grundform, wie auch θαητός.
Greek (Liddell-Scott)
θᾱέομαι: Δωρ. ἀντὶ θηέομαι (Ἰων. τύπος τοῦ θεάομαι). Πίνδ. Π. 8. 64· θαεῖτο Θεόκρ. 22. 200· ἀόρ. προστ. θάησαι Ἀνθ. Π. παράρτ. 213.
English (Slater)
θᾱέομαι
1 observe “θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (Amphiareus prophesies) (P. 8.45) admire, “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” (Bergk, cf. fr. 33d. 10: θακάμεναι, θηκάμεναι, θησάμεναι codd.: κατθηκάμεναι Mosch) (P. 9.62)
English (Slater)
θᾱέομαι
1 observe “θαέομαι σαφὲς δράκοντα ποικίλον αἰθᾶς Ἀλκμᾶν' ἐπ ἀσπίδος νωμῶντα” (Amphiareus prophesies) (P. 8.45) admire, “ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” (Bergk, cf. fr. 33d. 10: θακάμεναι, θηκάμεναι, θησάμεναι codd.: κατθηκάμεναι Mosch) (P. 9.62)