ἄιστος
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
German (Pape)
[Seite 62] verschwunden, τινὰ ποιεῖν, Jemand verschwinden lassen; Hom. dreimal, Od. 1, 235 οἳ κεῖνον μὲν ἄιστον ἐποίησαν περὶ πάντων ἀνθρώπων, 242 οἴχετ' ἄιστος ἄπυστος, Il. 14, 258 καί κέ μ' ἄιστον ἀπ' αἰθέρος ἐμβαλε πόντῳ, εἰ μὴ νὺξ ἐσάωσε. Zusammengezogen nur Aesch. Eum. 565 ὠλετο αἴστος; ἄϊστον ἐκ θρόνων ἐκβαλεῖ Pers. 797, u. öfters Sp.; unbekannt Ap. Rh. 4, 746; Arat. 616; ruhmlos Qu. Sm. 2, 428. Bei Eur. Troad. 1305 ἄτας ἐμᾶς ἄιστος εἶ akt., du kennst mein Unheil nicht, vgl. 313. Bei Stesichor. frg. 97 heißt Ἀθήνη so, die verwüstende.
English (Autenrieth)
(ϝιδε̄ιν): unseen; οἴχετ' ἄιστος, ἄπυστος, Od. 1.242; καί κέ μ ἄιστον ἔμβαλε πόντῳ, ‘to be seen no more.’