ἁγεμών

From LSJ
Revision as of 11:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν, ἀποθνῄσκει νέος → He whom the gods love dies young → Flore in iuvenili moritu, quem di diligunt → In seiner Jugend stirbt nur, wer den Göttern lieb

Menander, Monostichoi, 425

German (Pape)

[Seite 12] dor. für ἡγεμών, so auch ἁγεμονεύω.

French (Bailly abrégé)

dor. c. ἡγεμών.

English (Slater)

ᾱγεμών (-ών, -όνος, -όνα; -όνεσσι.)
   1 leader, lord Ὀλύμπιος ἁγεμὼν (Ζεύς) (O. 9.57) εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται (P. 4.274) “ὑπερφιάλου ἁγεμόνος δείσαντες ὕβριν” (i. e. of Pelias.) (P. 4.112) ὁ τὰν μὲν (sc. Θήβαν) παρὰ καλλιρόῳ Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλιος ᾤκισσεν ἁγεμόνα (I. 8.20)

Russian (Dvoretsky)

ἁγεμών: дор. = ἡγεμών.