Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
ζᾰλα
1 storm, met., tribulation οἱ δ' ἀνιαραῖς ἀντικύρσαντες ζάλαις (O. 12.12)
ζάλα, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «θόρυβος».