νεοσίγαλος

Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

English (LSJ)

[ῑ], ον, (σιγαλόεις)

   A new and sparkling, with all the gloss on, metaph., τρόπος Pi.O.3.4.

German (Pape)

[Seite 244] frisch glänzend, neu funkelnd, τρόπος, Pind. Ol. 3, 4, Schol. νεοποίκιλος.

Greek (Liddell-Scott)

νεοσίγᾰλος: [ῑ], -ον, (σιγαλόεις) νέος καὶ ἀποστίλβων, στιλπνός, Πινδ. Ο. 3. 8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui brille d’un éclat récent.
Étymologie: νέος, σιγαλόεις.

English (Slater)

νεοςῑγᾰλος
   1 shining new (cf. Leumann, Hom. Wörter, 214̆{8}) μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον (O. 3.4)

Greek Monolingual

νεοσίγαλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) νέος και αστραφτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + σιγαλόεις «λείος, στιλπνός». Ο τ. νεοσίγαλος σχηματίστηκε από το σιγαλόεις κατά το σχήμα πολυπαίπαλος: παιπαλόεις.