τράφω
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
Dor. for τρέφω, inf.
A τράφειν Pi.I.8(7).44, τράφεν Megar. in Ar.Ach.788 codd. (written τράπεν Leg.Gort.3.49); also τραφέμεν Hes.Th.480; part. τράφοισα Pi.P.2.44: impf. ἔτραφον Theoc.3.16.
German (Pape)
[Seite 1135] äol. u. dor. = τρέφω, Böckh v. l. Pind. P. 1, 44.
Greek (Liddell-Scott)
τράφω: Δωρ. ἀντὶ τρέφω, ἀπαρ. τράφειν Πινδ. Ι. 8 (7). 87, τράφειν Μεγαρεὺς ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 788 (ὡσαύτως τραφέμεν Ἡσ. Θ. 480)· μετοχ. τράφοισα Πινδ. Π. 2. 84 παρατ. ἔτραφον Θεόκρ. 3. 16, κλπ.
French (Bailly abrégé)
dor. c. τρέφω.
English (Slater)
Greek Monolingual
Α
(αιολ. και δωρ. τ.) βλ. τρέφω.