ἀδιαρροίη
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαρροίη: ἡ ἔμφραξις, «ἡ τῶν διαρρεόντων παντελὴς ἐποχή», δηλ. ἐπίσχεσις, Ἐρωτιαν. σ. 70, ἔκδ. Franzius.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ estreñimiento Erot.19.21.
German (Pape)
ἡ, Verstopfung, Hippocr.