ἀμεταπτωσία
From LSJ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
ἡ,
A unchangeableness, Arr.Epict.3.2.8, Hierocl.p.48.7A.
German (Pape)
[Seite 122] ἡ, Unwandelbarkeit, Hierocl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεταπτωσία: ἡ, = τὸ ἀμετάβλητον, ἡ σταθερότης τοῦ ἀμεταπτώτου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 8, Ἱεροκλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
firmeza de ánimo, Arr.Epict.3.2.9, Hierocl.p.48.
Greek Monolingual
ἀμεταπτωσία, η (Α) ἀμετάπτωτος
το να είναι κάτι αμετάπτωτο, η σταθερότητα.