ἀκαταμάθητος

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταμάθητος Medium diacritics: ἀκαταμάθητος Low diacritics: ακαταμάθητος Capitals: ΑΚΑΤΑΜΑΘΗΤΟΣ
Transliteration A: akatamáthētos Transliteration B: akatamathētos Transliteration C: akatamathitos Beta Code: a)katama/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A not learnt or known, Hp.Acut. 7,51, Plot.3.9.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταμάθητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μάθῃ ἢ γνωρίσῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἱππ. περὶ Ὀξ. 384.

Spanish (DGE)

-ον
desconocido ὁπόσα ἀκαταμάθητά ἐστιν τοῖς ἰητροῖς Hp.Acut.7, cf. 51, Plot.3.9.9.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταμάθητος, -ον) καταμανθάνω
εκείνος, τον οποίο δεν μπορεί κανείς να καταμάθει, να εννοήσει καλά
αρχ.
αυτός που δεν είναι πλήρως γνωστός.