ἀνώμοτος

Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ον, (ὄμνυμι)

   A unsworn, not bound by oath, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀ. E.Hipp.612; ἀ. μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D. 21.86; θεῶν ἀνώμοτος E.Med.737. Adv. -τως Aristid.Or.28(49).94.    II not sworn to, εἰρήνη D.19.204.

German (Pape)

[Seite 268] (ὄμνυμι), der nicht geschworen hat, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρᾷν ἀνώμοτος Eur. Hipp. 612; Plat. Legg. XII, 948 d; durch keinen Eid gebunden, unvereidigt, μάρτυρες, δικασταί, Antiph. 5, 12; – εἰρήνη Dem. 19, 204, nicht beschworen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνώμοτος: -ον, (ὄμνυμι), ὁ μὴ ὀμόσας, ὁ μὴ ὁρκισθείς, μὴ δεδεμένος ἢ ὑποχρεωμένος δι’ ὅρκου, ἡ, γλῶσσ’ ὀμώμοχ’ ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος Εὐρ. Ἱππ. 612, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 275, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 8· ἀνώμοτοι μάρτυρες Ἀντιφῶν 130. 40, πρβλ. Δημ. 542. 14· θεῶν ἀνώμοτος (ἐνώμοτος, Ναύκιος) Εὐρ. Μήδ. 737: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστείδ. 2. 287. ΙΙ. εἰρήνη, ἐν ᾗ οἱ συνθηκολογήσαντες δὲν ὡρκίσθησαν, Δημ. 404 ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui n’a pas juré;
2 non consacré par un serment.
Étymologie: ἀ, ὄμνυμι.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de pers. que no ha jurado, CID 1.9B.32 (IV a.C.), ὁ φεύγων Pl.Lg.948d, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp.612, θεῶν ἀνώμοτος E.Med.737, μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D.21.86, 24.78, διαιτηταί Is.5.32, σύ Luc.Tox.42.
2 no jurado, no consagrado con juramento εἰρήνη D.19.204, ὅρκος Polyaen.8.12.10.
II adv. -ως sin jurar Aristid.Or.28.94.

Greek Monolingual

ἀνώμοτος, -ον (Α) όμνυμι
1. αυτός που δεν ορκίστηκε, που δεν δεσμεύθηκε με όρκο
2. φρ. «ἀνώμοτος εἰρήνη» — η ειρήνη κατά την οποία αυτοί που συνθηκολόγησαν δεν ορκίστηκαν.