ἀνώμοτος
English (LSJ)
ἀνώμοτον, (ὄμνυμι)
A unsworn, not bound by oath, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀ. E.Hipp.612; ἀ. μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D. 21.86; θεῶν ἀνώμοτος E.Med.737. Adv. ἀνωμότως = without oath Aristid.Or.28(49).94.
II not sworn to, εἰρήνη D.19.204.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de pers. que no ha jurado, CID 1.9B.32 (IV a.C.), ὁ φεύγων Pl.Lg.948d, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp.612, θεῶν ἀνώμοτος E.Med.737, μάρτυρες Antipho 5.12, cf. D.21.86, 24.78, διαιτηταί Is.5.32, σύ Luc.Tox.42.
2 no jurado, no consagrado con juramento εἰρήνη D.19.204, ὅρκος Polyaen.8.12.10.
II adv. ἀνωμότως = sin jurar Aristid.Or.28.94.
German (Pape)
[Seite 268] (ὄμνυμι), der nicht geschworen hat, ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρᾷν ἀνώμοτος Eur. Hipp. 612; Plat. Legg. XII, 948 d; durch keinen Eid gebunden, unvereidigt, μάρτυρες, δικασταί, Antiph. 5, 12; – εἰρήνη Dem. 19, 204, nicht beschworen.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'a pas juré;
2 non consacré par un serment.
Étymologie: ἀ, ὄμνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἀνώμοτος:
1 не поклявшийся, не давший клятвы Plat., Arst., Dem.: ἡ γλῶσσ᾽ ὀμώμοχ᾽, ἡ δὲ φρὴν ἀ. Eur. поклялись уста, но душа клятвой не связана;
2 не освященный клятвой (εἰρήνη Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνώμοτος: -ον, (ὄμνυμι), ὁ μὴ ὀμόσας, ὁ μὴ ὁρκισθείς, μὴ δεδεμένος ἢ ὑποχρεωμένος δι’ ὅρκου, ἡ, γλῶσσ’ ὀμώμοχ’ ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος Εὐρ. Ἱππ. 612, πρβλ. Ἀριστ. Θεσμ. 275, Ἀριστ. Ρητ. 3. 13, 8· ἀνώμοτοι μάρτυρες Ἀντιφῶν 130. 40, πρβλ. Δημ. 542. 14· θεῶν ἀνώμοτος (ἐνώμοτος, Ναύκιος) Εὐρ. Μήδ. 737: - Ἐπίρρ. -τως Ἀριστείδ. 2. 287. ΙΙ. εἰρήνη, ἐν ᾗ οἱ συνθηκολογήσαντες δὲν ὡρκίσθησαν, Δημ. 404 ἐν τέλ.
Greek Monolingual
ἀνώμοτος, -ον (Α) όμνυμι
1. αυτός που δεν ορκίστηκε, που δεν δεσμεύθηκε με όρκο
2. φρ. «ἀνώμοτος εἰρήνη» — η ειρήνη κατά την οποία αυτοί που συνθηκολόγησαν δεν ορκίστηκαν.
Greek Monotonic
ἀνώμοτος: -ον (ὄμνυμι),
I. ανόρκιστος, μη δεσμευμένος με όρκο, σε Ευρ.· θεῶν ἀνώματος, χωρίς να έχει ορκιστεί στους θεούς, στον ίδ.
II. μη ορκισμένος, εἰρήνη, σε Δημ.
Middle Liddell
ὄμνυμι
I. unsworn, not bound by oath, Eur.; θεῶν ἀνώμοτος without swearing by the gods, Eur.
II. not sworn to, εἰρήνη Dem.