πλανάω

From LSJ
Revision as of 19:25, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰνάω Medium diacritics: πλανάω Low diacritics: πλανάω Capitals: ΠΛΑΝΑΩ
Transliteration A: planáō Transliteration B: planaō Transliteration C: planao Beta Code: plana/w

English (LSJ)

fut. -ήσω LXX 4 Ki.4.28, etc. :—Pass. and Med., fut. -ήσομαι Pl.Hp.Mi.376c, Luc.Peregr.16, -ηθήσομαι D.H.Dem.9, Luc. VH2.27 : aor.

   A ἐπλανήθην E.Hel.598, Th.5.4, etc.: pf. πεπλάνημαι A.Pr. 565 (anap.), Hdt.7.16.β', Pl.Plt.264c, etc.: (πλάνη) :—Prose verb, = πλάζω (used once in Hom., also by Trag., Pi. (v. infr.), and Sapph. Supp.10.15), cause to wander, A.Pr.572 (lyr.), Hdt.4.128.    2 lead from the subject, in talking, D.19.335.    3 lead astray, mislead, deceive, ἢ γνώμη πλανᾷ; S.OC316, cf. Pl.Prt.356d, Lg.655c, Theognet. 2.2, Men.Pk.79 ; τὸν ὄχλον Ev.Jo.7.12; τὸ ἀόριστον πλανᾷ Arist.Rh. 1415a14; τὰ μὴ πλανῶντα Id.Mete.347b35 ; πλανῶν τὴν ἔξοδον, of the Labyrinth, Apollod.3.1.4.    II Pass., wander, stray, ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον Il.23.321 ; ὅποι γῆς . . πεπλάνημαι A.Pr.565 (anap.); π. εἰς πόλεις Lys.12.97; κατὰ τὴν χώραν Isoc.6.76 ; περὶ τὰ πεδία Pl.Plt. 264c: abs., S.OC347, etc.; of the planets, Pl.Lg.822a, Arist.Mete. 346a2, etc.: metaph., νοῦς ἐν αὑτῷ ὁ ἀληθινὸς πέφυκε πλανᾶσθαι Plot.6.7.13; of reports, travel abroad, πολλὰ . . ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ π. S.OC 304.    b c.acc.loci, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα having wandered over it, E.Hel.598 ; πᾶσαν γῆν Plu.Luc.34: c.acc. cogn., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανώμενοι wandering about as in a labyrinth, X.Cyr.1.3.4.    2 wander in speaking, π. ἐν τῷ λόγῳ Hdt.2.115; digress, π. ἀπὸ τοῦ λόγου Pl.Plt.263a.    3 c. gen., πλαναθεὶς καιροῦ having missed the right moment, Pi.N.8.4.    4 do a thing irregularly or with variation, Hdt.6.52; ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα the varying dreams that visit them, Id.7.16.β' ; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ' ἄλλον πημονὴ προσιζάνει A.Pr.277 ; πεπλανημένον τρόπον irregularly, Hp.Prog.24 ; to be unsettled, τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα IG42(1).81.13 (Epid., i A.D.).    5 to be in doubt or at a loss, π. τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶπαι Hdt.6.37 : more freq. abs., A.Pr.473, etc.; π. καὶ ἀπορῶ Pl.Hp. Ma.304c; ἡ ψυχὴ π. καὶ ταράττεται Id.Phd.79c; π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις, Isoc.15.52, Ep.6.10 ; πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν Id.15.265; πλανωμένων θεραπεία παθῶν Diog.Oen.27.    6 in forensic Rhet., χρώματα πεπλανημένα, μετάθεσις πεπ., of alternative pleas, Hermog. Stat.3.    7 to be misled, ὑπὸ φωνῆς κοινότητος Phld.Sign.7; ταῖς ὁμωνυμίαις ib.36.

German (Pape)

[Seite 624] wie πλάζω, in die Irre, vom rechten Wege abführen; πλανᾅ τε νῆστιν ἀνὰ τὰν παραλίαν ψάμμον, Aesch. Prom. 573; Πέρσας, Her. 4, 128; durch die Rede, Dem. 19, 335; übh. verführen, täuschen, Plat. Prot. 356 d; τὸ πεπλανηκὸς ἡμᾶς, Legg. II, 655 c; τινός, Schaef. Mel. 88. – Häufiger im pass., in die Irre getrieben werden; herumirren, Il. 23, 321; καιροῦ μὴ πλαναθέντα, Pind. N. 8, 4; ὅπη γῆς πεπλάνημαι, Aesch. Prom. 564; auch geitig, irren, 471; Soph. O. C. 348; übtr., πολλὰ δὲ ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ πλανᾶσθαι, 305; ib. 317 ἆρ' ἔστιν; ἆρ' οὐκ ἔστιν; ἢ γνώμῃ πλανῶ; also, wenn die Lesart richtig ist (v. l. γνώμη πλανᾷ), das act. = pass. gebraucht; Eur. öfter; Her. 7, 16, 2; ἐπλανήθη Δημήτηρ, Isocr. 4, 28; unstät schwanken, irren, πλανῶμαι καὶ ἀπορῶ, Plat. Hipp. mai. 304 c; πλανᾶται καὶ ταράττεται, Phaed. 79 c, u. öfter; auch τὰ περὶ τὸ σῶμα πλανώμενα παθήματα, Tim. 88 e; ὁρῶ τῶν ἀπίστων ματαίους καὶ ἀτίμους πλανωμένους τοὺς λόγους, Xen. An. 7, 7, 24, die das rechte Ziel verfehlen und deswegen nicht geachtet sind.