δρεπτός
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
ή, όν,
A plucked: δρεπτόν, a name for a kiss, TeleclId.13.
Greek (Liddell-Scott)
δρεπτός: -ή, -όν, (δρέπω) ὃν ἔδρεψέ τις, δρεπτόν, εἶδος φιλήματος, ἁρπακτόν, Τηλεκλείδ. Ἀψευδ. 3 (Ἡσύχ.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
recolectado, cosechado Hsch.s.u. δροπά, EM 287.27G.
•arrancado, fig. robado subst. τὸ δρεπτόν cierto tipo de beso Telecl.14, cf. Paus.Gr.μ 5.