πλατύστερνος
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
ον,
A broad-breasted, κύνες Gp.19.2.1: Sup., Ruf. Onom.74.
German (Pape)
[Seite 627] mit breiter Brust, Geopon.