ἐκφαντικός

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαντικός Medium diacritics: ἐκφαντικός Low diacritics: εκφαντικός Capitals: ΕΚΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekphantikós Transliteration B: ekphantikos Transliteration C: ekfantikos Beta Code: e)kfantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= ἐκφαντορικός, Procl.

   A in Alc.Praef. (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐκφαίνων, δηλωτικός, Ἰαμβλ. Προτρ. 322 Kiessl. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 104C.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de la divinidad revelador, iluminador c. gen. θεῷ τῷ τῆς ὅλης ἀληθείας ἐκφαντικῷ Procl.in Alc.proem.5
crist. Λόγος τῶν τοῦ Πατρὸς θελημάτων ἐ. Cyr.Al.M.74.504C
del discurso elucidador, clarificador δι' ... ἐκφαντικωτέρων λέξεων διασαφῆσαι Dion.Ar.DN 4.11
neutr. plu. sup. como adv. ἐκφαντικώτατα δέ μοι δοκεῖ ... εἰπεῖν de un pasaje bíblico, Cyr.Al.M.73.972C.
2 adv. -ῶς como una manifestación divina ἐ. ἕκαστα καταλαμβάνειν de fenómenos luminosos en el Sinaí, Aristobul.Alex.1.17 (p.221), de la generación del Hijo en la Trinidad, ἐ., ὡς ἐν ἐκλάμψει θεοπρεπεῖ Cyr.Al.M.73.180C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκφαντικός, -ή, -όν)
Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός
«δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.)
δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών θεών
II. επίρρ. εκφαντικώς
με τρόπο αποκαλυπτικό.