διάγλυπτος

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάγλυπτος Medium diacritics: διάγλυπτος Low diacritics: διάγλυπτος Capitals: ΔΙΑΓΛΥΠΤΟΣ
Transliteration A: diáglyptos Transliteration B: diaglyptos Transliteration C: diaglyptos Beta Code: dia/gluptos

English (LSJ)

ον,

   A divided, of a quill-pen, AP6.227 (Crin.).

Greek (Liddell-Scott)

διάγλυπτος: -ον, ἐγγεγλυμμένος, ἐγκεχαραγμένος, Ἀνθ. Π. 6. 227.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
taillé par le ciseau, intaglio.
Étymologie: διαγλύφω.

Spanish (DGE)

-ον talladode una pluma AP 6.227 (Crin.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α διάγλυπτος, -ον) διαγλύφω
1. αυτός που φέρει γλυφές, διακοσμητικά σκαλίσματα
2. το ουδ. ως ουσ. το διάγλυπτον
το κοσμημένο με πολλές γλυφές.