ἀποδεκτήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, = sq., X.Cyr. 8.1.9, Arist.Mu.398a25.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεκτήρ: ῆρος, ὁ, = τῷ ἑπομ., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 9, Ἀριστ. π. Κόσμ. 6. 10.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
receveur, percepteur.
Étymologie: ἀποδέχομαι.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
recaudador προσόδων X.Cyr.8.1.9, δώρων Arist.Mu.398a25.