βόεος
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
1 qui provient d’un bœuf : βόεα κρέα HDT viande de bœuf;
2 fait de peau de bœuf (lanière, bouclier, etc.) ; ἡ βοέη OD peau de bœuf ; bouclier en peau de bœuf.
Étymologie: βοῦς.
English (Autenrieth)
(βοῦς): of an ox or of oxen; δέρμα, νεῦρα, and (‘of oxhide,’ ‘leather’) ἱμάντες, κνημῖδες, Od. 24.228.—As subst., βοείη, βοέη, ox-hide, hide.
English (Slater)
βόεος
1 of oxen (of oxhide?) βοέους δήσαις ἀνάγκᾳ ἔντεσιν αὐχένας (v. l. βοέοις) (P. 4.234)
Spanish (DGE)
v. βόειος.
Russian (Dvoretsky)
βόεος: Hom., Her., Plut. = βόειος.