ἐγρηγορέω
From LSJ
Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst
English (LSJ)
f.l. in X.Cyn.5.11, Arist.Pr.877a9, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγρηγορέω: τύπος εἰσαχθεὶς ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων καὶ εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς, ὡς π.χ. εἰς Ξεν. Κυνηγ. 5. 11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 1, κτλ., ἀλλ’ ἤδη ἐν πλείστοις διωρθώθη ἐκ καλῶν χειρογρ., ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου.
Spanish (DGE)
pres. formado sobre ἐγρηγόρειν plusperf. de ἐγείρω despertarse οἱ ἐξονειρωγμοὶ ... ἐγρηγοροῦσι ... μετὰ πόνου Arist.Pr.877a9, ὁ μὴ εἰς σοφίαν ἐγρηγορῶν Clem.Al.Paed.2.2.27, cf. Arr.Epict.4.1.47, Corp.Herm.9.2.
Russian (Dvoretsky)
ἐγρηγορέω: Arst. = ἐγρηγοράω.