ἐγρηγορέω

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγρηγορέω Medium diacritics: ἐγρηγορέω Low diacritics: εγρηγορέω Capitals: ΕΓΡΗΓΟΡΕΩ
Transliteration A: egrēgoréō Transliteration B: egrēgoreō Transliteration C: egrigoreo Beta Code: e)grhgore/w

English (LSJ)

f.l. in X.Cyn.5.11, Arist.Pr.877a9, etc.

Spanish (DGE)

pres. formado sobre ἐγρηγόρειν plusperf. de ἐγείρω despertarse οἱ ἐξονειρωγμοὶ ... ἐγρηγοροῦσι ... μετὰ πόνου Arist.Pr.877a9, ὁ μὴ εἰς σοφίαν ἐγρηγορῶν Clem.Al.Paed.2.2.27, cf. Arr.Epict.4.1.47, Corp.Herm.9.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγρηγορέω: τύπος εἰσαχθεὶς ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων καὶ εἰς τοὺς δοκίμους συγγραφεῖς, ὡς π.χ. εἰς Ξεν. Κυνηγ. 5. 11, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 10, 1, κτλ., ἀλλ’ ἤδη ἐν πλείστοις διωρθώθη ἐκ καλῶν χειρογρ., ἴδε Δινδ. ἐν Θησ. Στεφάνου.

Russian (Dvoretsky)

ἐγρηγορέω: Arst. = ἐγρηγοράω.