ἐνέλκω
Ζῆν ἡδέως οὐκ ἔστιν ἀργὸν καὶ κακόν → Non est, inerst et malus ut vivat suaviter → Ein fauler Schwächling lebt unmöglich angenehm
English (LSJ)
in Pass.,
A to be charged, imposed upon an estate, τοῦ ἐνελκομένου σοι φόρου ἢ ἐνελκυσθησομένου τὸ ἥμισυ PFlor.370.14 (ii A.D.), cf. PLond.5.1695.12 (vi A.D.), etc.; of land, to be assigned for forced cultivation, PFlor.50.75 (iii A.D.).
Spanish (DGE)
1 medic. extender en un lienzo para hacer una cataplasma ἀμμωνιακὸν θυμίασμα λειοτριβήσας μετ' ὄξους ἔνελκε καὶ ἐπιτίθει Gal.14.460.
2 asignar, imponer sólo en v. pas., de impuestos o prestaciones forzosas recaer, cargar sobre c. dat. o giro prep. ὁ ἐνελκόμενος σοι φόρος PFlor.370.14 (II d.C.), τὰ ἐνελκόμενα αὐτῷ δημόσια τελέσματα PMichael.41.35 (VI d.C.), ἑτοίμως ἔχω ... παρασχεῖν τὰ ἐνελκόμενα εἰς αὐτῷ τῷ κτήματι PLond.1595.12 (VI d.C.), cf. PMich.659.222 (VI d.C.).