ἀκτινοβόλος

From LSJ
Revision as of 06:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch

Menander, Monostichoi, 283
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκτῑνοβόλος Medium diacritics: ἀκτινοβόλος Low diacritics: ακτινοβόλος Capitals: ΑΚΤΙΝΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: aktinobólos Transliteration B: aktinobolos Transliteration C: aktinovolos Beta Code: a)ktinobo/los

English (LSJ)

ον,

   A sending forth rays, δέσποτα Sammelb.4127 (Talmis).

Spanish (DGE)

-ον
que lanza rayos δέσποτα del dios Mandulis IMEG 166.1 (Talmis, imper.), ἀστραπαί Melit.Fr.8b.24
como n. de un caballo SEG 8.213.26 (Berito II/III d.C.).

Greek Monolingual

-α, -ο και αχτινοβόλος και αχτιδοβόλος (Α ἀκτινοβόλος, -ον)
αυτός που εκπέμπει ακτίνες, που σκορπίζει γύρω του λάμψη, φωτοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκτὶς (-ίνα) + -βόλος < βάλλω.
ΠΑΡ. ἀκτινοβολία.