οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
ἀλήλεκα: ἀλήλεμαι ἢ -εσμαι, ἴδε ἐν λ. ἀλέω = ἀλήθω.
v. ἀλέω.
v. 2 ἀλέω.
ἀλήλεκα: -εμαι ή -εσμαι, Ενεργ. και Παθ. παρακ. του ἀλέω.