Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀλφιτόχρως

From LSJ
Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei

Menander, Monostichoi, 514
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλφῐτόχρως Medium diacritics: ἀλφιτόχρως Low diacritics: αλφιτόχρως Capitals: ΑΛΦΙΤΟΧΡΩΣ
Transliteration A: alphitóchrōs Transliteration B: alphitochrōs Transliteration C: alfitochros Beta Code: a)lfito/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A of the colour of barley-meal, κεφαλὴ ἀ. powdered, i.e. mangy head, Ar.Fr.533.

German (Pape)

[Seite 112] mehlfarbig, grau, κεφαλή Ar. B. A. 386.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλφῐτόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κριθίνου ἀλεύρου, κεφαλὴ ἀλφ., πεπασμένη δι’ ἀλφίτων, «παχνισμένη», δηλ. φαιά, πολιά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 453.

Spanish (DGE)

-ωτος
adj. del color de la harina de cebada e.d. gris, canosa κεφαλή Ar.Fr.533.

Greek Monolingual

ἀλφιτόχρως (-ωτος), ο, η (Α)
αυτός που έχει το χρώμα κριθαρένιου αλευριού, γκρίζος, ψαρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφιτον (-α) + -χρως < χρὼς «χρῶμα»].