ψαρομάλλης
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
και ψαρόμαλλος, ο, θηλ. ψαρομαλλούσα, Ν
γκριζομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψαρός + -μάλλης/ -μαλλος (< μαλλί), πρβλ. κοκκινομάλλης].