ἀμαύρωμα

Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A obscuration, of sun, Plu.Caes.69.    2 dimness of sight, Mnesith. ap. Orib.4.4.2.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμαύρωμα: -ατος, τό, ἀμαύρωσις, ἐπισκότισις, περὶ τοῦ ἡλίου, Πλουτ. Καῖσ. 69.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obscurcissement.
Étymologie: ἀμαυρόω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 oscurecimientodel sol, Plu.Caes.69.
2 debilidadde la vista, Mnesith.Cyz. en Orib.4.4.2.

Greek Monolingual

το (Α ἀμαύρωμα)
νεοελλ.
κηλίδωση, σπίλωση της φήμης, του ονόματος
αρχ.
(για τον ήλιο) επισκότιση, σκοτείνιασμα, θόλωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀμαυρῶ
βλ. ἀμαυρώνω].