ἀμόρα

From LSJ
Revision as of 06:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμόρα Medium diacritics: ἀμόρα Low diacritics: αμόρα Capitals: ΑΜΟΡΑ
Transliteration A: amóra Transliteration B: amora Transliteration C: amora Beta Code: a)mo/ra

English (LSJ)

ἡ,

   A sweet cake, Philet. ap. Ath.14.646d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμόρα: ἡ, εἶδος γλυκέος πλακοῦντος, Φιλητ. 34, πρβλ. Ἀθήν. 646D.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
pastel de miel Philet.Fr.36, LXX Ca.2.5, Hsch.

Greek Monolingual

ἀμόρα, η (Α)
είδος γλυκίσματος με μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι φθόγγοι -β- και -γ- αντιστοίχως τών τ. αμορβίτης, αμοργίτας οδηγούν πιθ. σε αρχικό τ. με F: αμορFα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμορβίτης, ἀμοργίτας, ἀμορίτης (ἄρτος)].