ἀλλοτριοπράγμων

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλοτριοπράγμων Medium diacritics: ἀλλοτριοπράγμων Low diacritics: αλλοτριοπράγμων Capitals: ΑΛΛΟΤΡΙΟΠΡΑΓΜΩΝ
Transliteration A: allotrioprágmōn Transliteration B: allotriopragmōn Transliteration C: allotriopragmon Beta Code: a)llotriopra/gmwn

English (LSJ)

ον,

   A meddlesome, AB81.

German (Pape)

[Seite 106] ὁ, der sich um fremde Dinge, die ihn nichts angehen, bekümmert, B. A. 81.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλλοτριοπράγμων: -ον, = ὁ ἀσχολούμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, περίεργος, Α. Β. 81: ― ἀλλοτριοπραγμοσύνη, ἡ, τὸ ἀναμιγνύεσθαι εἰς τὰ ἀλλότρια πράγματα, Πλάτ. Πολ. 444Β.

Spanish (DGE)

-ον entrometido, AB 81.

Greek Monolingual

ἀλλοτριοπράγμων (-ονος), -ον (Α)
αυτός που αναμιγνύεται σε ξένες υποθέσεις, ο περίεργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλότριος + -πράγμων < πρᾶγμα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλλοτριοπραγμοσύνη].