ἀμερσίγαμος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμερσίγᾰμος Medium diacritics: ἀμερσίγαμος Low diacritics: αμερσίγαμος Capitals: ΑΜΕΡΣΙΓΑΜΟΣ
Transliteration A: amersígamos Transliteration B: amersigamos Transliteration C: amersigamos Beta Code: a)mersi/gamos

English (LSJ)

ον,

   A robbing of wedlock, Nonn.D.7.226.

German (Pape)

[Seite 122] der Hochzeit beraubend, Nonn. D. 7. 226. 8, 372.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμερσίγᾰμος: -ον, ὁ ἀποστερῶν τινα τοῦ γαμηλίου δεσμοῦ, Νόνν. Δ. 7. 226.

Spanish (DGE)

(ἀμερσίγᾰμος) -ον

• Prosodia: [-ῐ-]
que priva de o impide las bodas ἀμερσιγάμῳ Κρόνος ἅρπῃ μήδεα πατρός ἔτεμνεν Crono cortó los genitales de su padre con una hoz que impide las bodas Nonn.D.7.226, ἀ. κεραυνός del rayo de Zeus que consumió a Sémele y puso fin a su γάμος Nonn.D.8.372.

Greek Monolingual

ἀμερσίγαμος, -ον (Α)
αυτός που αποστερεί κάποιον από τον δεσμό του γάμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμέρδω + -γάμος < γάμος.