ἀμφισβήτητος

From LSJ
Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφισβήτητος Medium diacritics: ἀμφισβήτητος Low diacritics: αμφισβήτητος Capitals: ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΤΟΣ
Transliteration A: amphisbḗtētos Transliteration B: amphisbētētos Transliteration C: amfisvititos Beta Code: a)mfisbh/thtos

English (LSJ)

ον,

   A disputed, debatable, γῆ Th. 6.6.

German (Pape)

[Seite 144] ον, bestritten, γῆ Thuc. 6, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφισβήτητος: -ον, διαφιλονεικούμενος, ὑποκείμενος εἰς ἀμφισβήτησιν, γῆ Θουκ. 6. 6.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
contesté, disputé.
Étymologie: adj. verb. de ἀμφισβητέω.

Spanish (DGE)

-ον disputado, en disputa γῆ Th.6.6.

Greek Monolingual

ἀμφισβήτητος, -ον (Α) ἀμφισβητῶ
αυτός που υπόκειται σε αμφισβήτηση, ο διαφιλονικούμενος.