ἀναργυρία

From LSJ
Revision as of 06:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναργῠρία Medium diacritics: ἀναργυρία Low diacritics: αναργυρία Capitals: ΑΝΑΡΓΥΡΙΑ
Transliteration A: anargyría Transliteration B: anargyria Transliteration C: anargyria Beta Code: a)narguri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A want of cash, Stratt.8 D.; ἡ τῆς ἀ. παραγραφή non numeratae pecuniae, Cod.Just.4.21.16; ἡ τῆς προικὸς ἀ. Just.Nov.100 Pr.: pl., ibid.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναργῠρία: ἡ, τὸ μὴ λαβεῖν ἀργύριον, ὅρος δικ. (ἀναργυρίας περιγραφή), «ἀναργυρία λέγεται ὅταν τις γράψας οἰκειοχείρως καὶ ὁμολογεήσας λαβεῖν ἀργύριον καὶ οὐδαμῶς ἔλαβεν ἃ ὡμολόγησεν ἢ ἔλαβε μέρος τι» Γλῶσσαι Βασιλ.

Spanish (DGE)

(ἀναργῠρία) -ας, ἡ
1 falta de dinero Stratt.71B.
2 falta de pago, impago, Cod.Iust.4.21.16, τῆς προιχός Iust.Nou.100 praef.

Greek Monolingual

η (AM ἀναργυρία) ανάργυρος
έλλειψη χρημάτων, αχρηματία, αναπαραδιά
μσν.
το να μην πληρώνει κανείς τοις μετρητοίς.