ἀνοικοδομία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ,
A building up, IG4.823.6 (Troezen), Sch.Th.8.90.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικοδομία: ἡ, τὸ ἀνοικοδομεῖν, Σχόλ. εἰς Θουκ. 8. 90, Ἐπιγρ. Τροιζῆνος L. et F. 157a.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
reconstrucción, IG 4.823.6 (Trezén), τοῦ τείχους Sch.Th.8.90.