ἀνθρωποπλάστης

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίωςdeath is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποπλάστης Medium diacritics: ἀνθρωποπλάστης Low diacritics: ανθρωποπλάστης Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΠΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: anthrōpoplástēs Transliteration B: anthrōpoplastēs Transliteration C: anthropoplastis Beta Code: a)nqrwpopla/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fashioner of men, Ph.1.652.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ creador de hombresde Dios, Ph.1.652.

Greek Monolingual

ο (Α ἀνθρωποπλάστης)
αυτός που πλάθει, που δημιουργεί ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + -πλάστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1681 στον Φραγκίσκο Σκούφο].